- ἑξάπρυμνος
- ἑξά-πρυμνος, ον,A with six stems, i.e. ships, Lyc.1347.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εξάπρυμνος — ἑξάπρυμνος, ον (Α) αυτός που έχει έξι πρύμνες, δηλ. έξι πλοία … Dictionary of Greek
ἑξάπρυμνον — ἑξάπρυμνος with six stems masc/fem acc sg ἑξάπρυμνος with six stems neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρύμνη — και πρύμνα, η, ΝΜΑ, και πρύμη Ν 1. το πίσω μέρος τού πλοίου όπου βρίσκεται το πηδάλιο (α. «τρέμει στην πρύμνη η κόρη καθισμένη», Σολωμ. β. «ἐκ πρύμνης ῥίψαντες ἀγκύρας», ΚΔ) 2. (κατ επέκτ.) ολόκληρο το οπίσθιο τμήμα τού καταστρώματος 3. φρ. α)… … Dictionary of Greek